- αλατοπαραγωγή
- η производство соли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλατοπαραγωγή — η 1. παραγωγή αλατιού 2. η ποσότητα τού παραγόμενου αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + παραγωγή] … Dictionary of Greek
αλατοπαραγωγή — η η παραγωγή αλατιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)